- σκευάρια
- σκευάριονsmall vesselneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευάρι' — σκευάρια , σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάριον — τὸ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια μικρά σκεύη ή αγγεία 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.) 3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων… … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek
συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… … Dictionary of Greek